φλαβόνη

φλαβόνη
η, Ν
χημ. κυκλική οργανική ένωση, κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 97° C και από το οποίο παράγονται πολλές φυσικής προέλευσης χρωστικές ύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavone < flav- (< λατ. flavus «ξανθός») + κατάλ. -one τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλαβονόλη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, γνωστή και ως 3 υδροξυ φλαβόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavonol < flavone (βλ. φλαβόνη) + κατάλ. ol τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”